- Ἰάδα
- Ἰάςthe Ionian flowerfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιάς — Ἰάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που προέρχεται από την Ιωνία, η ιωνική («τὴν Ἰάδα στρατιήν», Ηρόδ.) 2. η ιωνική διάλεκτος («ἐν τῇ Ἰάδι γράφειν», Λουκιαν.) 3. ιωνικό άνθος, το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θηλ. < ‘Ιωνες κατά το Ελλάς < Έλληνες] … Dictionary of Greek